Το φωτογραφικό βιβλίο του Γιάννη Παντελίδη Ουδέτερη ζώνη προκαλεί εξαρχής το ενδιαφέρον στον αναγνώστη-θεατή όχι μόνον λόγω του θέματός του, αλλά κυρίως λόγω της ποιότητας του φωτογραφικού υλικού που εμπεριέχει. Γιατί ο Παντελίδης δεν στοχεύει με τις φωτογραφίες του ούτε στην πληροφόρηση ούτε στον εντυπωσιασμό. Χρησιμοποιεί τη φωτογραφική γλώσσα με την πρόθεση να προκαλέσει στο θεατή την καλλιτεχνική συν-κίνηση – ζητούμενο κάθε έργου που αποπειράται να ενταχθεί στο πεδίο της τέχνης. Μεγάλη πρόκληση για έναν φωτογράφο να το επιτύχει αυτό, ειδικά όταν το θέμα που έχει επιλέξει είναι τόσο σημαίνον και φορτισμένο από κοινωνιολογική και ανθρωπιστική άποψη. Και το θέμα με το οποίο καταπιάνεται ο Παντελίδης ανήκει αδιαμφισβήτητα σε αυτή την κατηγορία.
18 καταστήματα κράτησης / φυλακές, διάσπαρτα σε όλα τα διαμερίσματα του ελλαδικού χώρου. 84 φωτογραφίες. Και οι λεζάντες, κάτω από τις φωτογραφίες, που αποκαλύπτουν μόνον τα ονόματα των τόπων και τις χρονολογίες που τραβήχτηκαν. Τίρυνθα, Κόρινθος, Χανιά, Κομοτηνή, Κασσάνδρα, Διαβατά, Κορυδαλλός… 2016-2018.
Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς κοιτώντας τις φωτογραφίες του Παντελίδη είναι η απουσία ζωής και κίνησης. Και των προσώπων. Και πιο συγκεκριμένα του ανθρώπινου προσώπου, καθώς το ομαδικό πορτρέτο των προβάτων στη σελίδα 107, προς το τέλος του βιβλίου, επιφυλάσσει μια πολύ δυνατή στιγμή συν-κίνησης που σε κάνει να σκεφτείς ότι ίσως αυτή η απουσία να είχε τελικά τον λόγο της.
Στις φωτογραφίες αποτυπώνονται εικόνες από την ουδέτερη ζώνη, την γκρίζα ζώνη, όπως την αποκαλεί στο κείμενό του με τίτλο «Η φυλακή ως σύνορο» ο Κωστής Τσιτσελίκης. «Μια ζώνη αόρατη, καθώς ούτε το βλέμμα των μέσα ούτε των έξω πέφτει εκεί». Το δικό μας βλέμμα, περιηγούμενο στις σελίδες του βιβλίου, συναντιέται με εικόνες που αποτυπώνουν τη γύμνια, το αστικό και βιομηχανικό τοπίο με τα απόβλητά του, την άγονη γη, την ψυχρότητα των υλικών. Συναντιέται όμως και με εικόνες που υποδεικνύουν το φυσικό περιβάλλον και την ομορφιά του. Η επιφανειακή αυτή αντίθεση αξιοποιείται πιστεύω με ευφυΐα, καθώς συμβάλλει στην υποδήλωση ότι στον αντίποδα της μοναξιάς, της αποξένωσης, της ανελευθερίας, της αποκοπής που βιώνει ο φυλακισμένος υπάρχει πάντα η δυνατότητα της ομορφιάς, της παρηγοριάς, της ελευθερίας, της ίασης που μπορεί να προσφέρει η θέαση και η βίωση του φυσικού περιβάλλοντος.
Aποτελεί μια άκρως καλλιτεχνική προσέγγιση σε ένα θέμα που γεννά προβληματισμό και ανάγκη αναστοχασμού.
Στο βιβλίο, μαζί με τις φωτογραφίες του Παντελίδη, έχουν περιληφθεί και δύο πολύ αξιόλογα κείμενα. Το ένα, του Κωστή Τσιτσελίκη, με τίτλο «Η φυλακή ως σύνορο» και το άλλο με τίτλο «Ουδέτερη ζώνη» του Ηρακλή Παπαϊωάννου, που είναι και ο επιμελητής αυτού του τόσο ιδιαίτερου φωτογραφικού πρότζεκτ. Είναι πολλά και ενδιαφέροντα τα όσα μπορεί κανείς να πληροφορηθεί, αλλά και να μάθει από την ανάγνωση αυτών των κειμένων. Πληροφορίες και γνώσεις που αφορούν όχι μόνον στο σκεπτικό και την ιδέα που βρίσκονται πίσω από το φωτογραφικό πρότζεκτ του Παντελίδη, αλλά ιστορικά και κοινωνιολογικά στοιχεία που καλύπτουν και το ευρύτερο πεδίο μέσα στο οποίο κινείται το θέμα του φωτογραφικού αυτού λευκώματος.
Τα κείμενα αυτά σου δίνουν την ευκαιρία να αναστοχαστείς πάνω σε ουσιώδεις έννοιες: η φυλακή, ο εγκλεισμός, ο σωφρονιστικός ή ο τιμωρητικός χαρακτήρας της ποινής, οι συνθήκες διαβίωσης και πολλά ακόμη που δεν βρίσκονται αποτυπωμένα, από πρόθεση πιστεύω, στις φωτογραφίες του Παντελίδη. Επισημαίνω πολύ θετικά αυτή την πρόθεση, καθώς η ιδέα της φωτογράφησης του περιβάλλοντα και μόνον χώρου των 18 σωφρονιστικών καταστημάτων-φυλακών, γυμνών από πρόσωπα και ντοκουμέντα διαβίωσης, αποτελεί μια άκρως καλλιτεχνική προσέγγιση σε ένα θέμα που γεννά προβληματισμό και ανάγκη αναστοχασμού. Ο Παντελίδης εξέφρασε όλα τα παραπάνω, μαζί και την ευαισθησία και το ανθρωπιστικό του ενδιαφέρον, μέσα από τη λιτότητα και τη σιωπή των εικόνων του, αφήνοντας έτσι όλο τον χώρο στον θεατή για να βιώσει τα όσα μέσα του συν-κίνησαν αυτές οι φωτογραφίες. «Ο Παντελίδης», όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, «απονέμει μεγαλύτερη προσοχή στον κόσμο από ό,τι στον εαυτό και αφήνεται στη σημασία που φέρουν τα πράγματα, ευνοώντας παράλληλες αναγνώσεις».
Μέσα στο βιβλίο υπάρχουν κάποιες φωτογραφίες για τις οποίες θα μπορούσα να μιλήσω πολύ παραπάνω καθώς έγιναν, από την πρώτη ματιά κιόλας, οι αγαπημένες μου. Τη μία τη φανέρωσα ήδη, στην αρχή του κειμένου. Τις άλλες, όμως, λέω να τις κρατήσω αφανέρωτες. Και να προτρέψω και εσάς, τους αναγνώστες-θεατές, να κάνετε το ίδιο. Να βρείτε τις δικές σας συν-κινητικές φωτογραφίες μέσα σε αυτό το πολύ ενδιαφέρον φωτογραφικό λεύκωμα. Τις φωτογραφίες που σας άγγιξαν παραπάνω. Που νιώσατε πως διεύρυναν το βλέμμα σας. Κοιτάξτε τες και συνομιλήστε μαζί τους. Θέστε τους τα δικά σας ερωτήματα. Τους δικούς σας προβληματισμούς. Και ανα-στοχαστείτε. Για όλα όσα, ατομικά και συλλογικά, νιώθετε πως χρειάζονται επαναπροσδιορισμό ή απλά την ήρεμη αποδοχή σας.
Άλλωστε, όπως μας άφησε παρακαταθήκη ο μεγάλος φωτογράφος Α.Κ. Μπρεσόν: «Ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας μέσω της ζωής, ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα τον έξω κόσμο που μας διαμορφώνει και που όμως πάνω του μπορούμε να επέμβουμε. Πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους, τον εξωτερικό και τον εσωτερικό, που, συνδιαλεγόμενοι διαρκώς, σχηματίζουν έναν και μοναδικό. Αυτόν τον κόσμο καλούμαστε να μεταδώσουμε».
Πηγή: Diastixo.gr