Ζούμε σε μια εποχή που πολλά από όσα συμβαίνουν γύρω μας όχι μόνον δεν μας ευχαριστούν αλλά μας στεναχωρούν και μας θλίβουν.
Μπορούμε άραγε να επηρεάσουμε τον τρόπο και την ένταση με τα οποία τα βιώνουμε;
Μπορούμε να σκεφθούμε γι αυτά διαφορετικά ώστε να μην αποδυναμώνεται η επιθυμία μας για μια δημιουργική ζωή;
Η φωτογραφία, ιδωμένη μέσα από τη ματιά της art therapy, μας λέει πως ναι, μπορούμε να αλλάξουμε την οπτική μας, «Φωτογραφίζοντας» ό,τι δεν μας αρέσει με τρόπο που να μας επιτρέπει την αποδοχή και την αλλαγή του.
Το workshop θα ολοκληρωθεί σε δύο 3ωρες συναντήσεις.
Λόγω του περιορισμένου αριθμού ατόμων / ομάδα θα γίνουν δύο ομάδες.
Ημερομηνίες και ώρες :
Πέμπτη 9 & 16/6, 18.00-21.00 (A΄ομάδα)
Τετάρτη 15 & 22 /6, 18.00-21.00 (B΄ομάδα)
Πληροφορίες και κρατήσεις θέσεων : 6979419494, aggeliki_kastrinelli@yahoo.com
Κόστος συμμετοχής : 50 Ευρώ
Θεσσαλονίκη, Βαφοπούλειο νευματικό κέντρο, Μάιος 2011
Δείτε το album της έκθεσης εδώ
Αθήνα, Μάρτιος 2019
Δείτε το album της έκθεσης εδώ
7 days in Morocco
Η Κρυμμένη Ομορφιά Των Ανατροπών
Ο κάθε τόπος που ταξιδεύουμε συνδέεται, συνειδητά ή ασυνείδητα, με κάτι πολύ δικό μας, κάτι που δεν περνά μέσα στα λόγια, αλλά αποτυπώνεται στα σχήματα και τα χρώματα των φωτογραφιών μας.
Το ταξίδι μου στο Νότιο Μαρόκο συνδέθηκε με «την κρυμμένη ομορφιά των ανατροπών» καθώς όλες οι προσδοκίες που έτρεφα γι΄ αυτό το ταξίδι, ματαιώθηκαν, δίχως όμως να με αφήσουν γυμνή και άδεια στη μέση της ερήμου.
Απεναντίας. Οδηγήθηκα, αθόρυβα και σιωπηλά, έτσι όπως μόνον το Μαρόκο ξέρει να ξεναγεί τους επισκέπτες του, σε μια πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας που μου επέτρεψε να διακρίνω την αρμονία, τη χαρά και το μεγαλείο της ζωής που έκρυβαν από το βλέμμα μου η επιφανειακή ασχήμια, οι μεγάλες αντιθέσεις και η ένδεια. Μια αίσθηση ελευθερίας που με έκανε να παραφράσω, χωρίς αιδώ, τον στίχο του Σεφέρη :
«Ας έρθει να με κοιμηθεί όποιος θέλει, μήπως δεν είμαι η έρημος / θάλασσα;».
Α. Κ.
Δείτε το δελτίο τύπου εδώ
«Ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα επηρεάζεται από αυτά που γνωρίζουμε ή πιστεύουμε».
John Berger
Πενήντα χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του, το βιβλίο Η εικόνα και το βλέμμα[1], που αποτέλεσε σταθμό στον χώρο της αισθητικής θεωρίας και της ιστορίας της τέχνης, βρίσκεται σήμερα ξανά στις προθήκες των βιβλιοπωλείων σε μια επετειακή έκδοση από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση της Ειρήνης Σταματοπούλου.
Είναι μεγάλη χαρά για όλους εμάς τους θιασώτες της εικόνας (της φωτογραφικής εν προκειμένω), να βλέπουμε ένα βιβλίο που συνόδευσε τις δικές μας αναζητήσεις ως σπουδαστών να έρχεται από το βάθος του χρόνου και να συναντά στο σήμερα τους μαθητές μας, εξακολουθώντας να παραμένει όχι μόνον επίκαιρο, αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Το βιβλίο είναι βασισμένο στην τηλεοπτική σειρά του BBC «Ways of seeing» (1972) και απαρτίζεται από επτά δοκίμια στοχασμού πάνω στην τέχνη της εικόνας. Τα τρία εξ αυτών περιλαμβάνουν μόνον εικόνες, τοποθετημένες με αφηγηματική παράθεση, από πίνακες διαφόρων εποχών και τεχνοτροπιών – σαν δοκίμια χωρίς λέξεις (ας τα ονομάσουμε «εικονικά»). Τα άλλα τέσσερα είναι κείμενα – μελέτες αναφοράς σχετικά με την τέχνη της εικόνας, κυρίως στη ζωγραφική αλλά και στη φωτογραφία και τη διαφήμιση (ας τα ονομάσουμε «κειμενικά»). Στα τέσσερα αυτά δοκίμια εμπεριέχονται αναφορές σε πολλά γνωστά και ιστορικά έργα της ζωγραφικής τέχνης, αυξάνοντας έτσι ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον, αφού δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να γίνει ταυτόχρονα και θεατής πολύ σημαντικών εικόνων.
Στο πρώτο δοκίμιο ερχόμαστε σε επαφή με τη θέση του συγγραφέα για τον τρόπο που όπως πιστεύει μια «προνομιούχα μειοψηφία» συσκοτίζει την τέχνη του παρελθόντος κι «αγωνίζεται να εφεύρει μια ιστορία που θα μπορεί αναδρομικά να δικαιολογήσει τον ρόλο των κυρίαρχων τάξεων» (χρησιμοποιεί ως παράδειγμα γι’ αυτό δύο πολύ γνωστούς πίνακες του Φρανς Χαλς). Στο δοκίμιο αυτό ο συγγραφέας αναφέρεται και στον ρόλο που έπαιξε η φωτογραφία και κατόπιν η τηλεόραση στον τρόπο που βλέπουμε τους πίνακες, καθώς τα νέα στοιχεία που εισήχθησαν ήταν: η αέναη αναπαραγωγή των έργων, η δυνατότητα επιλεκτικής απόσπασης και παρουσίασης λεπτομερειών του έργου, αποκομμένων από το σύνολό του, και η ένταξη του έργου σε ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο η σημασία του έργου επηρεάζεται από όσα υπάρχουν γύρω του. Στο δοκίμιο αυτό, πέραν της κοινωνιολογικής θέσης του συγγραφέα απέναντι στον ρόλο της τέχνης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα πιο ποιητικά αποσπάσματα, όπως το παρακάτω:
…οι πρωτότυποι πίνακες είναι σιωπηλοί και ακίνητοι με έναν τρόπο που η πληροφορία δεν είναι ποτέ. Ακόμη κι ένα αντίγραφο που κρέμεται σε έναν τοίχο δεν συγκρίνεται, διότι στο πρωτότυπο η σιωπή και η ακινησία διαποτίζουν το πραγματικό υλικό, το χρώμα, μέσω του οποίου μπορεί κάποιος να ακολουθήσει τα ίχνη των άμεσων χειρονομιών του ζωγράφου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της χρονικής απόστασης μεταξύ της δημιουργίας του πίνακα και της πράξης θέασής του. Υπ’ αυτήν τη συγκεκριμένη έννοια, όλοι οι πίνακες είναι σύγχρονοι.
«Η τέχνη ανθεί εάν την αγαπούν αρκετά άτομα στην κοινωνία».
Το τρίτο δοκίμιο αφορά τη σημασία του γυναικείου γυμνού στη ζωγραφική και τον τρόπο που αυτό παρουσιάζεται. Στο τέλος του δοκιμίου ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η ουσιαστική χρήση της γυναικείας εικόνας δεν έχει αλλάξει» και ότι και σήμερα «οι γυναίκες απεικονίζονται με αρκετά διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι οι άνδρες όχι γιατί η θηλυκότητα είναι διαφορετική από την αρρενωπότητα, αλλά εξαιτίας του ότι ο “ιδανικός” θεατής υποτίθεται πάντα πως είναι άνδρας και η εικόνα της γυναίκας έχει στόχο να τον κολακέψει».
Το πέμπτο δοκίμιο αναφέρεται στην ελαιογραφία και στην αλλαγή που έφερε στην τέχνη ο ρεαλισμός της (η ελαιογραφία ήταν κάτι σαν η φωτογραφία της εποχής). Η ελαιογραφία εξετάζεται ως έκφραση του τρόπου που η κυρίαρχη τάξη στην Ευρώπη έβλεπε τον κόσμο από το 1500 ως το 1900. «Η ελαιογραφία», αναφέρει ο συγγραφέας, «έκανε στον επιφαινόμενο κόσμο ό,τι έκανε το κεφάλαιο στις κοινωνικές σχέσεις. Ανήγαγε τα πάντα στην ισότητα των αντικειμένων. Όλα έγιναν ανταλλάξιμα, διότι τα πάντα έγιναν αναλώσιμα. Ολόκληρη η πραγματικότητα μετριόταν μηχανικά από την υλικότητά της». Ορίστε και μια ωραία διαπίστωση που κάνει ο συγγραφέας εδώ και που θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερη σημασία να αναπαραχθεί: «Η τέχνη ανθεί εάν την αγαπούν αρκετά άτομα στην κοινωνία».
Το έβδομο και τελευταίο δοκίμιο αναφέρεται στον ρόλο της διαφήμισης, στη σύγκρισή της με τον ρόλο που έπαιξε στην εποχή της η ελαιογραφία, καθώς και στο πώς η διαφήμιση χρησιμοποιεί την εικόνα για να μας επηρεάσει ή να μας πουλήσει κάτι. «Η διαφήμιση αποτελεί τον πολιτισμό της καταναλωτικής κοινωνίας και προπαγανδίζει μέσω των εικόνων την πίστη αυτής της κοινωνίας στον εαυτό της», υπογραμμίζει ο συγγραφέας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, λόγω και της οικονομικής ύφεσης των τελευταίων ετών, η παρατήρηση ότι η διαφήμιση «υπαινίσσεται» πως «η δύναμη του να ξοδεύει κανείς χρήματα ισούται με τη δύναμη της ζωής και πως όσοι δεν έχουν τη δύναμη να ξοδεύουν χρήματα γίνονται κυριολεκτικά απρόσωποι, σε αντίθεση με κείνους που τη διαθέτουν και που συγκαταλέγονται στους αξιαγάπητους». Προσωπικά, θεωρώ το συγκεκριμένο δοκίμιο εξαιρετικά σύγχρονο και πολύ επίκαιρο. Αξίζει την ιδιαίτερη προσοχή του αναγνώστη, καθώς η «διαφήμιση» αποτελεί στην ουσία μόνον ένα πρόσχημα για να μιλήσει κανείς για τις «απουσίες» που βιώνουμε στη σύγχρονη κοινωνία. Απουσίες που μας κρατούν μακριά από τη πληρότητα που δίνει το «είναι» έναντι της πολύ πρόσκαιρης ικανοποίησης που μας προσφέρει το «έχειν».
Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται ως εποχή της εικόνας, που η φωτογραφία έχει γίνει μάρτυρας του ότι ζούμε και του ό,τι ζούμε, το βιβλίο Η εικόνα και το βλέμμα γίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ, καθώς μας κάνει κοινωνούς στη μεγάλη αλήθεια ότι οι εικόνες δεν είναι ούτε αθώες ούτε ανώδυνες. Οι εικόνες εμπεριέχουν οπτικές αναπαραστάσεις του κόσμου που μπορεί να επηρεάσουν και το δικό μας βλέμμα, ως θεατών. Άλλωστε, γνωρίζουμε ότι ο δημιουργός/καλλιτέχνης βρίσκεται πάντα μέσα στο έργο του και πως η θέαση ενός έργου είναι αποτέλεσμα της συνάντησης της ματιάς του καλλιτέχνη με το βλέμμα του θεατή. Επιπρόσθετα, το βιβλίο μάς δίνει την ευκαιρία να εντρυφήσουμε και στο δικό μας βλέμμα ενθυμούμενοι πως κι εμείς βλέπουμε μόνον εκείνο που κοιτάζουμε κι ότι αυτό προς το οποίο στρέφεται η προσοχή μας σχετίζεται βαθιά με το ποιοι είμαστε και, κυρίως, με το πώς είμαστε αυτό που είμαστε. Ας συμπορευτούμε, λοιπόν, με τον συγγραφέα κι ας αφήσουμε τη δική του ξενάγηση στον κόσμο της εικόνας να γίνει αφετηρία για να εστιάσουμε στο δικό μας βλέμμα και στα φίλτρα με τα οποία βλέπουμε τα πράγματα του κόσμου και τις αναπαραστάσεις τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Συνεχίζεται… από τον αναγνώστη (όπως μας προτείνει και το βιβλίο στην τελευταία του σελίδα).
Πηγή: Diastixo.gr
Το βιβλίο Δημόσια τέχνη – Δημόσια σφαίρα, σε επιμέλεια της Αγγελικής Αυγητίδου, προκαλεί, από τον τίτλο του ήδη, το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς η βιβλιογραφία για τις σύγχρονες μορφές τέχνης προέρχεται κυρίως από τον διεθνή χώρο. Το ενδιαφέρον εντείνεται όταν ανοίγοντας το βιβλίο αντιλαμβάνεσαι πως πρόκειται για ένα διεπιστημονικό έργο, που συγκεντρώνει όλες τις επικρατούσες προσεγγίσεις πάνω στο κεντρικό θέμα που πραγματεύεται: τη δημόσια τέχνη. Με τον τρόπο αυτό δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να γνωρίσει πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους πτυχές των όρων και των εννοιών που συνδέονται με τη δημόσια τέχνη και τον δημόσιο χώρο.
Η Αγγελική Αυγητίδου από τον πρόλογο ήδη του βιβλίου μάς καθιστά γνωστό ότι η σχέση της σύγχρονης τέχνης με τον δημόσιο χώρο βρίσκεται, πράγμα εξόχως φυσικό, υπό συνεχή αναθεώρηση, καθώς οι έννοιες του χώρου, του δημόσιου, της σχέσης της δημόσιας τέχνης με το πολιτικό και το κοινωνικό, ανανοηματοδοτούνται διαρκώς. Με αποκορύφωμα τις πρόσφατες εξελίξεις, αποτέλεσμα της πανδημίας του Covid-19, που έφεραν αλλαγές στην πρόσβαση, την ελεύθερη μετακίνηση και τη συνάθροιση – περιστέλλοντας έτσι την κοινωνική λειτουργία του δημόσιου χώρου.
Το περιεχόμενο του βιβλίου είναι δομημένο σε τέσσερις θεματικές ενότητες. Στην πρώτη ενότητα, μέσα από τα κείμενα των Κώστα Βασιλείου, Δήμητρας Χατζησάββα και Ευφροσύνης Τσακίρη, εξοικειωνόμαστε με βασικές έννοιες που αφορούν το κεντρικό θέμα του βιβλίου. Έννοιες όπως: το δημόσιο, το ιδιωτικό, ο τόπος, ο χώρος και πώς αυτές μεταβάλλονται ιστορικά, ανάλογα με τις ιδέες της κάθε εποχής για την ατομικότητα. Στην ενότητα αυτή ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η γνώση που παρέχεται για το πώς η έννοια του χώρου αναδείχτηκε σε πρωτεύον ερμηνευτικό εργαλείο για την τέχνη και την αρχιτεκτονική στον ύστερο 19ο αιώνα, πώς ο χώρος αντιμετωπίστηκε ως ουδέτερο τοπίο από τους μοντερνιστές αρχιτέκτονες και πώς στη δεκαετία του 1960 η έννοια του χώρου αντικαταστάθηκε από την έννοια του τόπου. Τέλος, στην ίδια αυτή ενότητα γίνεται η διάκριση μεταξύ χαρτογραφίας και χαρτογράφησης, με τη σημαντική πληροφορία ότι σήμερα η χαρτογράφηση αποτελεί μέθοδο αποτύπωσης άυλων και κρυφών φαινομένων, προσωπικών βιωματικών εμπειριών, καθώς επίσης και ιδεών, αξιών και νοοτροπιών των δημιουργών της.
Με τον τρόπο αυτό δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να γνωρίσει πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους πτυχές των όρων και των εννοιών που συνδέονται με τη δημόσια τέχνη και τον δημόσιο χώρο.
Στη δεύτερη ενότητα το ενδιαφέρον μεγαλώνει, καθώς φοράμε τα παπούτσια της τέχνης και περιηγούμαστε την παρουσία της στο αστικό τοπίο ως μνήμη, ιστορία και εικόνα, αντλώντας παραδείγματα από τις πόλεις της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Η Χάρις Κανελλοπούλου, ο Παναγιώτης Μπίκας και ο Θανάσης Μουτσόπουλος είναι οι ξεναγοί μας στην ιδιαίτερα διαφωτιστική αυτή ενότητα. Η γνώση για τα απεικονιστικά γλυπτά της Αθήνας που ανεγέρθησαν τον 19ο και 20ό αιώνα, η μεταβολή των εννοιών της γλυπτικής και του δημόσιου χώρου στη διάρκεια του χρόνου με παραδείγματα από την τύχη που είχαν γνωστά γλυπτά της πόλης της Θεσσαλονίκης, τα γκράφιτι σαν μια αθηναϊκή μητροπολιτική τέχνη ανάμεσα σε παραβατικότητα και διακόσμηση αυξάνουν το ενδιαφέρον μας για τη συνέχεια του βιβλίου.
Φτάνοντας στην τρίτη ενότητα, συναντάμε την Εύα Φωτιάδη, την Ελπίδα Καραμπά και τον Κώστα Ντάφλο που, υπό τον τίτλο «Νέα δημόσια τέχνη και (ψηφιακή) δημόσια σφαίρα», ανιχνεύουν το ανανεωμένο ενδιαφέρον της τέχνης για παρεμβατική δράση στην κοινωνία και στην πολιτική ζωή, την αντικατάσταση του αντικειμένου της τέχνης από τη σχέση καλλιτέχνη-κοινού, καθώς και τη σχέση ψηφιακού και φυσικού χώρου.
Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα, μέσα από μια ποικιλία έργων σύγχρονων καλλιτεχνών βλέπουμε τον δημόσιο χώρο ως πλαίσιο συνάντησης ανθρώπων, ένα «παλίμψηστο καιρικών, κοινωνικών, καθημερινών και άυλων ροών». Ο Βασίλης Ψαρράς, η Μαρία Κονομή και ο Πάνος Κούρος μάς ξεναγούν στα φαινόμενα του 21ου αιώνα και το πώς έχουν εξελιχθεί στη σημερινή εποχή οι έννοιες της δημόσιας τέχνης και της δημόσιας σφαίρας.
Το βιβλίο, ως οφείλει στον επιστημονικό του χαρακτήρα, είναι εμπλουτισμένο με σημαντικές βιβλιογραφικές αναφορές και σημειώσεις που ανοίγουν ορίζοντες σε νέες γνώσεις και επιτρέπουν στον αναγνώστη την πρόσβαση σε πολλά άγνωστα μέρη της σύγχρονης πραγματικότητας, όχι μόνον της τέχνης, αλλά και ευρύτερα της εποχής που διανύουμε. Θα κλείσω με ένα μικρό απόσπασμα (το υπογράφει η επιμελήτρια του βιβλίου με την ιδιότητά της ως καλλιτέχνιδας), που βρήκα να συμπυκνώνει τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να επιτελέσει η (δημόσια) τέχνη στη δημόσια σφαίρα:
«…στον φαινομενικά ήσυχο δημόσιο χώρο όπου το προσωπικό καταπνίγεται, οι καλλιτέχνες μπορεί να φέρουν στην επιφάνεια διαμάχες, διεκδικήσεις, μνήμες και σύμβολα εξουσίας και δύναμης, όχι με την αφέλεια της εύρεσης λύσης, αλλά με την επιμονή της εμπλοκής σε μία ζωή με τους άλλους».
Πηγή: Diastixo.gr
Το φωτογραφικό βιβλίο του Γιάννη Παντελίδη Ουδέτερη ζώνη προκαλεί εξαρχής το ενδιαφέρον στον αναγνώστη-θεατή όχι μόνον λόγω του θέματός του, αλλά κυρίως λόγω της ποιότητας του φωτογραφικού υλικού που εμπεριέχει. Γιατί ο Παντελίδης δεν στοχεύει με τις φωτογραφίες του ούτε στην πληροφόρηση ούτε στον εντυπωσιασμό. Χρησιμοποιεί τη φωτογραφική γλώσσα με την πρόθεση να προκαλέσει στο θεατή την καλλιτεχνική συν-κίνηση – ζητούμενο κάθε έργου που αποπειράται να ενταχθεί στο πεδίο της τέχνης. Μεγάλη πρόκληση για έναν φωτογράφο να το επιτύχει αυτό, ειδικά όταν το θέμα που έχει επιλέξει είναι τόσο σημαίνον και φορτισμένο από κοινωνιολογική και ανθρωπιστική άποψη. Και το θέμα με το οποίο καταπιάνεται ο Παντελίδης ανήκει αδιαμφισβήτητα σε αυτή την κατηγορία.
18 καταστήματα κράτησης / φυλακές, διάσπαρτα σε όλα τα διαμερίσματα του ελλαδικού χώρου. 84 φωτογραφίες. Και οι λεζάντες, κάτω από τις φωτογραφίες, που αποκαλύπτουν μόνον τα ονόματα των τόπων και τις χρονολογίες που τραβήχτηκαν. Τίρυνθα, Κόρινθος, Χανιά, Κομοτηνή, Κασσάνδρα, Διαβατά, Κορυδαλλός… 2016-2018.
Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς κοιτώντας τις φωτογραφίες του Παντελίδη είναι η απουσία ζωής και κίνησης. Και των προσώπων. Και πιο συγκεκριμένα του ανθρώπινου προσώπου, καθώς το ομαδικό πορτρέτο των προβάτων στη σελίδα 107, προς το τέλος του βιβλίου, επιφυλάσσει μια πολύ δυνατή στιγμή συν-κίνησης που σε κάνει να σκεφτείς ότι ίσως αυτή η απουσία να είχε τελικά τον λόγο της.
Στις φωτογραφίες αποτυπώνονται εικόνες από την ουδέτερη ζώνη, την γκρίζα ζώνη, όπως την αποκαλεί στο κείμενό του με τίτλο «Η φυλακή ως σύνορο» ο Κωστής Τσιτσελίκης. «Μια ζώνη αόρατη, καθώς ούτε το βλέμμα των μέσα ούτε των έξω πέφτει εκεί». Το δικό μας βλέμμα, περιηγούμενο στις σελίδες του βιβλίου, συναντιέται με εικόνες που αποτυπώνουν τη γύμνια, το αστικό και βιομηχανικό τοπίο με τα απόβλητά του, την άγονη γη, την ψυχρότητα των υλικών. Συναντιέται όμως και με εικόνες που υποδεικνύουν το φυσικό περιβάλλον και την ομορφιά του. Η επιφανειακή αυτή αντίθεση αξιοποιείται πιστεύω με ευφυΐα, καθώς συμβάλλει στην υποδήλωση ότι στον αντίποδα της μοναξιάς, της αποξένωσης, της ανελευθερίας, της αποκοπής που βιώνει ο φυλακισμένος υπάρχει πάντα η δυνατότητα της ομορφιάς, της παρηγοριάς, της ελευθερίας, της ίασης που μπορεί να προσφέρει η θέαση και η βίωση του φυσικού περιβάλλοντος.
Aποτελεί μια άκρως καλλιτεχνική προσέγγιση σε ένα θέμα που γεννά προβληματισμό και ανάγκη αναστοχασμού.
Στο βιβλίο, μαζί με τις φωτογραφίες του Παντελίδη, έχουν περιληφθεί και δύο πολύ αξιόλογα κείμενα. Το ένα, του Κωστή Τσιτσελίκη, με τίτλο «Η φυλακή ως σύνορο» και το άλλο με τίτλο «Ουδέτερη ζώνη» του Ηρακλή Παπαϊωάννου, που είναι και ο επιμελητής αυτού του τόσο ιδιαίτερου φωτογραφικού πρότζεκτ. Είναι πολλά και ενδιαφέροντα τα όσα μπορεί κανείς να πληροφορηθεί, αλλά και να μάθει από την ανάγνωση αυτών των κειμένων. Πληροφορίες και γνώσεις που αφορούν όχι μόνον στο σκεπτικό και την ιδέα που βρίσκονται πίσω από το φωτογραφικό πρότζεκτ του Παντελίδη, αλλά ιστορικά και κοινωνιολογικά στοιχεία που καλύπτουν και το ευρύτερο πεδίο μέσα στο οποίο κινείται το θέμα του φωτογραφικού αυτού λευκώματος.
Τα κείμενα αυτά σου δίνουν την ευκαιρία να αναστοχαστείς πάνω σε ουσιώδεις έννοιες: η φυλακή, ο εγκλεισμός, ο σωφρονιστικός ή ο τιμωρητικός χαρακτήρας της ποινής, οι συνθήκες διαβίωσης και πολλά ακόμη που δεν βρίσκονται αποτυπωμένα, από πρόθεση πιστεύω, στις φωτογραφίες του Παντελίδη. Επισημαίνω πολύ θετικά αυτή την πρόθεση, καθώς η ιδέα της φωτογράφησης του περιβάλλοντα και μόνον χώρου των 18 σωφρονιστικών καταστημάτων-φυλακών, γυμνών από πρόσωπα και ντοκουμέντα διαβίωσης, αποτελεί μια άκρως καλλιτεχνική προσέγγιση σε ένα θέμα που γεννά προβληματισμό και ανάγκη αναστοχασμού. Ο Παντελίδης εξέφρασε όλα τα παραπάνω, μαζί και την ευαισθησία και το ανθρωπιστικό του ενδιαφέρον, μέσα από τη λιτότητα και τη σιωπή των εικόνων του, αφήνοντας έτσι όλο τον χώρο στον θεατή για να βιώσει τα όσα μέσα του συν-κίνησαν αυτές οι φωτογραφίες. «Ο Παντελίδης», όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, «απονέμει μεγαλύτερη προσοχή στον κόσμο από ό,τι στον εαυτό και αφήνεται στη σημασία που φέρουν τα πράγματα, ευνοώντας παράλληλες αναγνώσεις».
Μέσα στο βιβλίο υπάρχουν κάποιες φωτογραφίες για τις οποίες θα μπορούσα να μιλήσω πολύ παραπάνω καθώς έγιναν, από την πρώτη ματιά κιόλας, οι αγαπημένες μου. Τη μία τη φανέρωσα ήδη, στην αρχή του κειμένου. Τις άλλες, όμως, λέω να τις κρατήσω αφανέρωτες. Και να προτρέψω και εσάς, τους αναγνώστες-θεατές, να κάνετε το ίδιο. Να βρείτε τις δικές σας συν-κινητικές φωτογραφίες μέσα σε αυτό το πολύ ενδιαφέρον φωτογραφικό λεύκωμα. Τις φωτογραφίες που σας άγγιξαν παραπάνω. Που νιώσατε πως διεύρυναν το βλέμμα σας. Κοιτάξτε τες και συνομιλήστε μαζί τους. Θέστε τους τα δικά σας ερωτήματα. Τους δικούς σας προβληματισμούς. Και ανα-στοχαστείτε. Για όλα όσα, ατομικά και συλλογικά, νιώθετε πως χρειάζονται επαναπροσδιορισμό ή απλά την ήρεμη αποδοχή σας.
Άλλωστε, όπως μας άφησε παρακαταθήκη ο μεγάλος φωτογράφος Α.Κ. Μπρεσόν: «Ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας μέσω της ζωής, ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα τον έξω κόσμο που μας διαμορφώνει και που όμως πάνω του μπορούμε να επέμβουμε. Πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους, τον εξωτερικό και τον εσωτερικό, που, συνδιαλεγόμενοι διαρκώς, σχηματίζουν έναν και μοναδικό. Αυτόν τον κόσμο καλούμαστε να μεταδώσουμε».
Πηγή: Diastixo.gr
«Είμαι καλλιτέχνης του ζην. Το έργο τέχνης μου είναι η ζωή μου.»
Suzuki
Από πολύ νωρίς, η σπουδή μου στην τέχνη της φωτογραφίας με οδήγησε στην ανακάλυψη ότι τα μαθήματα που έπαιρνα, καλλιεργώντας και εξελίσσοντας τη σχέση μου με αυτή την τέχνη, ήταν παρόμοια με εκείνα που χρειαζόμουν για να κάνω και τη ζωή μου πιο όμορφη, πιο χαρούμενη, πιο δημιουργική. Άρχισα, λοιπόν, να καταγράφω συστηματικά τις παρατηρήσεις μου για όσα κοινά στοιχεία εντόπιζα να συνδέουν την τέχνη της φωτογραφίας με την τέχνη της ζωής.
Η καταγραφή αυτή συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, αποκαλύπτοντάς μου πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα που γεννούσαν συχνά μέσα μου την έκπληξη και τη χαρά που ακολουθούν συνήθως τις νέες επιγνώσεις. Ένα από τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι είναι το πόσο είχα εντυπωσιαστεί όταν άρχισα να καταλαβαίνω πως η φωτογραφία, ενώ μοιάζει να έχει σημείο αναφοράς την εξωτερική, ορατή πλευρά του κόσμου, εντούτοις στην ουσία είναι μια συνομιλία με την αόρατη πλευρά του. Αυτή η αποκάλυψη με έκανε να αγαπήσω ακόμη πιο πολύ τη φωτογραφία, ενισχύοντας την πίστη μου ότι είναι μια μαγική τέχνη!
Αργότερα, εντρυφώντας περισσότερο σε αυτή την ανακάλυψη, άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι οι φωτογραφίες μου, παρότι στιγμιαίες και ασυνείδητες εικόνες, αποτύπωναν πολλά πράγματα που αποκάλυπταν τις σκέψεις, τα συναισθήματα, την οπτική μου και πολλά ακόμη που στη συνέχεια οδήγησαν τα βήματά μου στον δρόμο της αυτογνωσίας και της συνειδητότητας.
Οι παραπάνω προσωπικές παρατηρήσεις, περνώντας τα χρόνια, ενίσχυαν ακόμη περισσότερο την πίστη μου ότι η φωτογραφία είναι μια τέχνη που μπορεί να μας αποκαλύψει τα μυστικά του εαυτού μας και της ζωής. Κι έτσι ξεκίνησα να μελετώ τη ζωή και το έργο των μεγάλων φωτογράφων, ανακαλύπτοντας με έκπληξη το πόσο στενά ήταν συνδεδεμένες η φωτογραφική τους τέχνη με την πορεία της ζωής τους και το πόσο η ενασχόλησή τους με τη φωτογραφία είχε βαθιά επηρεάσει τη φιλοσοφία και τη στάση τους στα ζητήματα της ζωής.
Ίσως σε κάποιους να μοιάζει δύσκολο να πιστέψουν πώς ένα μέσο τόσο απλό, καθημερινό και κοινότοπο, συνυφασμένο με την εικόνα και το φαίνεσθαι, όπως έχει εξελιχθεί στις μέρες μας η φωτογραφία, μπορεί να προσφέρει μια τόσο μεγάλη και βαθιά υπηρεσία.
Η εμπνευσμένη παρατήρηση της Dorothea Lange, που είχα συναντήσει στη διάρκεια της προσωπικής μου αυτής έρευνας, πως «η φωτογραφική μηχανή μπορεί να διδάξει τους ανθρώπους πώς να βλέπουν χωρίς μια μηχανή», ήταν το μεγάλο λάκτισμα που με οδήγησε στην απόφαση να εντρυφήσω ακόμη πιο βαθιά στον τρόπο που η φωτογραφία μπορεί να γίνει ένας πολύτιμος οδηγός για το ευ ζην. Κι έτσι, το 2017, ο δρόμος μου με έφερε στα μονοπάτια της Art Therapy και της προσωπικής ανάπτυξης με μέσο κυρίως τη φωτογραφική εικόνα.
Αναπτύσσω σημαίνει ξεδιπλώνω, ξετυλίγω, φανερώνω, δίνω στα πράγματα τη δυνατότητα να αποκαλυφθούν. Υπό αυτό την προσωπική ανάπτυξη, η φωτογραφική τέχνη μάς δίνει το βήμα, μέσα από πρωτότυπες φωτογραφικές ασκήσεις και τεχνάσματα που συνδυάζουν τις αρχές της καλλιτεχνικής φωτογραφίας με τις τεχνικές της Art Therapy, για να μάθουμε πώς να ερχόμαστε σε επαφή με τη δημιουργικότητά μας, πώς να δίνουμε μορφή στις εικόνες του εσωτερικού μας κόσμου, πώς να συνδέουμε το καλλιτεχνικό μας έργο με τη μοναδικότητα και το προσωπικό μας βίωμα. Ξεκινώντας από την αφύπνιση του βλέμματος, την έξοδο από τη ζώνη της συνήθειας κι ασφάλειάς μας, το ξύπνημα του εσωτερικού παρατηρητή, την αξιοποίηση της σκιάς και φθάνοντας μέχρι το πώς να μάθουμε να διαβάζουμε στις φωτογραφίες στοιχεία για τον εαυτό μας, που ίσως και να μην έβρισκαν άλλο τρόπο να περάσουν το κατώφλι της συνείδησής μας, η φωτογραφία μπορεί να γίνει πολύτιμος οδηγός μας στο ταξίδι της αυτοανακάλυψης.
Κι επειδή, όπως είπε και ο Einstein, «για να ξυπνήσει κανείς τη δημιουργικότητα πρέπει να αναπτύξει την τάση του για παιχνίδι», στο ταξίδι αυτό αγκαλιάζουμε τα λάθη και τις α-στοχίες, καλλιεργούμε την ελαφρότητα και το χιούμορ, δίνουμε χώρο στους αυτοσχεδιασμούς και τον πειραματισμό, καθώς σε ένα τέτοιο κλίμα κυοφορούνται τις περισσότερες φορές τα σπέρματα της προσωπικής και καλλιτεχνικής μας εξέλιξης.
Ίσως σε κάποιους να μοιάζει δύσκολο να πιστέψουν πώς ένα μέσο τόσο απλό, καθημερινό και κοινότοπο, συνυφασμένο με την εικόνα και το φαίνεσθαι, όπως έχει εξελιχθεί στις μέρες μας η φωτογραφία, μπορεί να προσφέρει μια τόσο μεγάλη και βαθιά υπηρεσία. Αρκεί, όμως, ένα κλικ για να βγει κανείς από την κοινόχρηστη οπτική και να δει τα πράγματα με μια αναζωογονητική ματιά, που θα τον οδηγήσει σε καινούργιες συναντήσεις.
Ευρυγώνιοι φακοί, πλάνα, αυτοματισμοί μηχανών, συμπληρωματικοί φωτισμοί, φιλμ υψηλής ευαισθησίας, ρετούς, σκόπευτρα, βάθος πεδίου, φίλτρα, φωτοφράχτες, λανθάνουσα εικόνα, νεταρίσματα, πλήκτρα απελευθέρωσης, νυχτερινές λήψεις, επεξεργαστές, κινούμενα θέματα και πολλά ακόμη: Αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της φωτογραφικής ορολογίας, περιγράφοντας μια τέχνη που αποτελεί μέρος της ζωής μας σε μια εποχή που η τεχνολογία επιτρέπει στον καθένα να αιχμαλωτίσει στιγμές μοναδικές παγώνοντας το παρόν, συμβιώνοντας με επίπονες αλλαγές, μαθαίνοντας να αποδέχεται την απώλεια.
Εξηγώντας τη σχέση της με τη φωτογραφική τέχνη, η Αγγελική Καστρινέλλη μιλά για τη δική της συνάντηση με τη φωτογραφία, όταν στην εφηβεία της: «ήρθε στη ζωή μου εκείνη η ωραία μέρα που η αγαπημένη μου θεία Σόνια έφερε στο σπίτι μια φωτογραφική μηχανή KODAK INSTAMATIC… Από κείνη τη μέρα και μετά, η μηχανή δεν έφυγε ποτέ από τη σχολική μου τσάντα. Με συνόδευε παντού, σε κάθε δραστηριότητά μου, κυρίως έξω από το σπίτι. Έγινε η παρέα μου, η συντροφιά μου, η κρυφή μου δύναμη για να μπορώ να βγαίνω στον έξω κόσμο. Δεν πήγαινα πουθενά χωρίς εκείνη».
Χρόνια εξάσκησης και μελέτης τής έδωσαν τη δυνατότητα να συνδυάσει την τέχνη της φωτογραφίας με τις εσωτερικές της αναζητήσεις και να μοιραστεί τις γνώσεις της με το κοινό, προτείνοντας στο καινούργιο της βιβλίο μια σειρά από workshops, μέσα από τα οποία μπορούμε να ανακαλύψουμε τα βαθύτερα μυστικά της δημιουργικής μας φύσης. Η μέθοδος Inner Vision Photography που δημιούργησε η Αγγελική Καστρινέλλη προτείνει μια φιλοσοφική προσέγγιση στα θέματα της τέχνης και της ζωής. Μια προσέγγιση στην οποία μας οδηγούν τα ερεθίσματα και τα βιώματα του εξωτερικού κόσμου.
Σήμερα η φωτογραφία, αν χρησιμοποιηθεί με τον τρόπο που προτείνει η συγγραφέας, μπορεί να αποτελέσει το μέσον για την κατανόηση του εαυτού μας, των άλλων και του κόσμου.
«Από τη φωτογραφία μέσω του κινητού μπορεί να δει κανείς πολλά πράγματα σχετικά με τις δεξιότητες του λήπτη» έχει πει ο Παντελής Βούλγαρης, υπογραμμίζοντας το ότι, παρά τις τρομακτικές βελτιώσεις στην ποιότητα της εικόνας που δίνουν οι σύγχρονες μηχανές, τόσο το ενδιαφέρον όσο και η αισθητική αξία των λήψεων σχετίζονται στενά με την προσωπική ματιά του φωτογράφου, που αποτυπώνεται πάντα στις φωτογραφίες του συνειδητά ή ασυνείδητα.
Εκατομμύρια λήψεις δημιουργούν μια πραγματικότητα που κυριαρχείται από την έννοια της εικόνας, καθώς η όραση «είναι η πιο συμμετοχική μας αίσθηση στην καθημερινή ζωή», όπως μας υπενθυμίζει η συγγραφέας. «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατακλύζονται καθημερινά από χιλιάδες φωτογραφίες που αποπειρώνται να αποτυπώσουν μια ψηφίδα της ζωής, να γίνουν μάρτυρες του ότι ζούμε και του ό,τι ζούμε», σημειώνει η συγγραφέας. Και μας προτρέπει: «Ας δώσουμε λοιπόν την ευκαιρία σε αυτές τις εικόνες να γίνουν μάρτυρες της αληθινής μας ζωής. Εκείνης που βιώνουμε όταν τα φώτα σβήνουν και οι αυλαίες κατεβαίνουν. Όταν το σκοτάδι πυκνώνει κι εμείς ζητάμε κάτι για να κρατηθούμε ζωντανοί. Κι αυτό το κάτι μόνον ο εαυτός μας μπορεί να μας το προσφέρει. Αυτός ο εαυτός που συχνά αγνοούμε ή παραγνωρίζουμε. Αυτόν τον εαυτό μάς ζητά να ανακαλύψουμε, να αφουγκραστούμε και να αναδείξουμε η μέθοδος Inner Vision Photography».
Ακόμα και πριν από την αυγή του πολιτισμού η τέχνη είχε τη δύναμη να θεραπεύει, η μουσική γαλήνευε τις ψυχές των ανθρώπων, στις πιο σκληρές φάσεις της ζωής τους οι πρωτόγονοι ζωγράφιζαν στις σπηλιές τα ζώα που έβλεπαν να τρέχουν στα προϊστορικά λιβάδια, προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τους φόβους τους εγκλωβίζοντας σε σχέδια τις μαγικές ικανότητες των πλασμάτων που έβλεπαν γύρω τους. Σήμερα η φωτογραφία, αν χρησιμοποιηθεί με τον τρόπο που προτείνει η συγγραφέας, μπορεί να αποτελέσει το μέσον για την κατανόηση του εαυτού μας, των άλλων και του κόσμου. Να «εμφανίσει» τις εικόνες της εσωτερικής μας ζωής, να μας αποκαλύψει σκέψεις και συναισθήματα που παραμένουν ασυνείδητα, να μας μάθει να αγκαλιάζουμε το φως και τη σκιά, να μας ωθήσει να δώσουμε στη μοναδικότητα της ύπαρξής μας την αξία που της πρέπει.
Πηγή: Diastixo.gr