«Ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα επηρεάζεται από αυτά που γνωρίζουμε ή πιστεύουμε».
John Berger
Πενήντα χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του, το βιβλίο Η εικόνα και το βλέμμα[1], που αποτέλεσε σταθμό στον χώρο της αισθητικής θεωρίας και της ιστορίας της τέχνης, βρίσκεται σήμερα ξανά στις προθήκες των βιβλιοπωλείων σε μια επετειακή έκδοση από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση της Ειρήνης Σταματοπούλου.
Είναι μεγάλη χαρά για όλους εμάς τους θιασώτες της εικόνας (της φωτογραφικής εν προκειμένω), να βλέπουμε ένα βιβλίο που συνόδευσε τις δικές μας αναζητήσεις ως σπουδαστών να έρχεται από το βάθος του χρόνου και να συναντά στο σήμερα τους μαθητές μας, εξακολουθώντας να παραμένει όχι μόνον επίκαιρο, αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Το βιβλίο είναι βασισμένο στην τηλεοπτική σειρά του BBC «Ways of seeing» (1972) και απαρτίζεται από επτά δοκίμια στοχασμού πάνω στην τέχνη της εικόνας. Τα τρία εξ αυτών περιλαμβάνουν μόνον εικόνες, τοποθετημένες με αφηγηματική παράθεση, από πίνακες διαφόρων εποχών και τεχνοτροπιών – σαν δοκίμια χωρίς λέξεις (ας τα ονομάσουμε «εικονικά»). Τα άλλα τέσσερα είναι κείμενα – μελέτες αναφοράς σχετικά με την τέχνη της εικόνας, κυρίως στη ζωγραφική αλλά και στη φωτογραφία και τη διαφήμιση (ας τα ονομάσουμε «κειμενικά»). Στα τέσσερα αυτά δοκίμια εμπεριέχονται αναφορές σε πολλά γνωστά και ιστορικά έργα της ζωγραφικής τέχνης, αυξάνοντας έτσι ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον, αφού δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να γίνει ταυτόχρονα και θεατής πολύ σημαντικών εικόνων.
Στο πρώτο δοκίμιο ερχόμαστε σε επαφή με τη θέση του συγγραφέα για τον τρόπο που όπως πιστεύει μια «προνομιούχα μειοψηφία» συσκοτίζει την τέχνη του παρελθόντος κι «αγωνίζεται να εφεύρει μια ιστορία που θα μπορεί αναδρομικά να δικαιολογήσει τον ρόλο των κυρίαρχων τάξεων» (χρησιμοποιεί ως παράδειγμα γι’ αυτό δύο πολύ γνωστούς πίνακες του Φρανς Χαλς). Στο δοκίμιο αυτό ο συγγραφέας αναφέρεται και στον ρόλο που έπαιξε η φωτογραφία και κατόπιν η τηλεόραση στον τρόπο που βλέπουμε τους πίνακες, καθώς τα νέα στοιχεία που εισήχθησαν ήταν: η αέναη αναπαραγωγή των έργων, η δυνατότητα επιλεκτικής απόσπασης και παρουσίασης λεπτομερειών του έργου, αποκομμένων από το σύνολό του, και η ένταξη του έργου σε ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο η σημασία του έργου επηρεάζεται από όσα υπάρχουν γύρω του. Στο δοκίμιο αυτό, πέραν της κοινωνιολογικής θέσης του συγγραφέα απέναντι στον ρόλο της τέχνης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα πιο ποιητικά αποσπάσματα, όπως το παρακάτω:
…οι πρωτότυποι πίνακες είναι σιωπηλοί και ακίνητοι με έναν τρόπο που η πληροφορία δεν είναι ποτέ. Ακόμη κι ένα αντίγραφο που κρέμεται σε έναν τοίχο δεν συγκρίνεται, διότι στο πρωτότυπο η σιωπή και η ακινησία διαποτίζουν το πραγματικό υλικό, το χρώμα, μέσω του οποίου μπορεί κάποιος να ακολουθήσει τα ίχνη των άμεσων χειρονομιών του ζωγράφου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της χρονικής απόστασης μεταξύ της δημιουργίας του πίνακα και της πράξης θέασής του. Υπ’ αυτήν τη συγκεκριμένη έννοια, όλοι οι πίνακες είναι σύγχρονοι.
«Η τέχνη ανθεί εάν την αγαπούν αρκετά άτομα στην κοινωνία».
Το τρίτο δοκίμιο αφορά τη σημασία του γυναικείου γυμνού στη ζωγραφική και τον τρόπο που αυτό παρουσιάζεται. Στο τέλος του δοκιμίου ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η ουσιαστική χρήση της γυναικείας εικόνας δεν έχει αλλάξει» και ότι και σήμερα «οι γυναίκες απεικονίζονται με αρκετά διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι οι άνδρες όχι γιατί η θηλυκότητα είναι διαφορετική από την αρρενωπότητα, αλλά εξαιτίας του ότι ο “ιδανικός” θεατής υποτίθεται πάντα πως είναι άνδρας και η εικόνα της γυναίκας έχει στόχο να τον κολακέψει».
Το πέμπτο δοκίμιο αναφέρεται στην ελαιογραφία και στην αλλαγή που έφερε στην τέχνη ο ρεαλισμός της (η ελαιογραφία ήταν κάτι σαν η φωτογραφία της εποχής). Η ελαιογραφία εξετάζεται ως έκφραση του τρόπου που η κυρίαρχη τάξη στην Ευρώπη έβλεπε τον κόσμο από το 1500 ως το 1900. «Η ελαιογραφία», αναφέρει ο συγγραφέας, «έκανε στον επιφαινόμενο κόσμο ό,τι έκανε το κεφάλαιο στις κοινωνικές σχέσεις. Ανήγαγε τα πάντα στην ισότητα των αντικειμένων. Όλα έγιναν ανταλλάξιμα, διότι τα πάντα έγιναν αναλώσιμα. Ολόκληρη η πραγματικότητα μετριόταν μηχανικά από την υλικότητά της». Ορίστε και μια ωραία διαπίστωση που κάνει ο συγγραφέας εδώ και που θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερη σημασία να αναπαραχθεί: «Η τέχνη ανθεί εάν την αγαπούν αρκετά άτομα στην κοινωνία».
Το έβδομο και τελευταίο δοκίμιο αναφέρεται στον ρόλο της διαφήμισης, στη σύγκρισή της με τον ρόλο που έπαιξε στην εποχή της η ελαιογραφία, καθώς και στο πώς η διαφήμιση χρησιμοποιεί την εικόνα για να μας επηρεάσει ή να μας πουλήσει κάτι. «Η διαφήμιση αποτελεί τον πολιτισμό της καταναλωτικής κοινωνίας και προπαγανδίζει μέσω των εικόνων την πίστη αυτής της κοινωνίας στον εαυτό της», υπογραμμίζει ο συγγραφέας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, λόγω και της οικονομικής ύφεσης των τελευταίων ετών, η παρατήρηση ότι η διαφήμιση «υπαινίσσεται» πως «η δύναμη του να ξοδεύει κανείς χρήματα ισούται με τη δύναμη της ζωής και πως όσοι δεν έχουν τη δύναμη να ξοδεύουν χρήματα γίνονται κυριολεκτικά απρόσωποι, σε αντίθεση με κείνους που τη διαθέτουν και που συγκαταλέγονται στους αξιαγάπητους». Προσωπικά, θεωρώ το συγκεκριμένο δοκίμιο εξαιρετικά σύγχρονο και πολύ επίκαιρο. Αξίζει την ιδιαίτερη προσοχή του αναγνώστη, καθώς η «διαφήμιση» αποτελεί στην ουσία μόνον ένα πρόσχημα για να μιλήσει κανείς για τις «απουσίες» που βιώνουμε στη σύγχρονη κοινωνία. Απουσίες που μας κρατούν μακριά από τη πληρότητα που δίνει το «είναι» έναντι της πολύ πρόσκαιρης ικανοποίησης που μας προσφέρει το «έχειν».
Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται ως εποχή της εικόνας, που η φωτογραφία έχει γίνει μάρτυρας του ότι ζούμε και του ό,τι ζούμε, το βιβλίο Η εικόνα και το βλέμμα γίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ, καθώς μας κάνει κοινωνούς στη μεγάλη αλήθεια ότι οι εικόνες δεν είναι ούτε αθώες ούτε ανώδυνες. Οι εικόνες εμπεριέχουν οπτικές αναπαραστάσεις του κόσμου που μπορεί να επηρεάσουν και το δικό μας βλέμμα, ως θεατών. Άλλωστε, γνωρίζουμε ότι ο δημιουργός/καλλιτέχνης βρίσκεται πάντα μέσα στο έργο του και πως η θέαση ενός έργου είναι αποτέλεσμα της συνάντησης της ματιάς του καλλιτέχνη με το βλέμμα του θεατή. Επιπρόσθετα, το βιβλίο μάς δίνει την ευκαιρία να εντρυφήσουμε και στο δικό μας βλέμμα ενθυμούμενοι πως κι εμείς βλέπουμε μόνον εκείνο που κοιτάζουμε κι ότι αυτό προς το οποίο στρέφεται η προσοχή μας σχετίζεται βαθιά με το ποιοι είμαστε και, κυρίως, με το πώς είμαστε αυτό που είμαστε. Ας συμπορευτούμε, λοιπόν, με τον συγγραφέα κι ας αφήσουμε τη δική του ξενάγηση στον κόσμο της εικόνας να γίνει αφετηρία για να εστιάσουμε στο δικό μας βλέμμα και στα φίλτρα με τα οποία βλέπουμε τα πράγματα του κόσμου και τις αναπαραστάσεις τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Συνεχίζεται… από τον αναγνώστη (όπως μας προτείνει και το βιβλίο στην τελευταία του σελίδα).
Πηγή: Diastixo.gr