Η παρηγορητική μελαγχολία της Π(π)όλης
Αθήνα, Μάρτιος 2016
«…κάθε λέξη σχετικά με τον χαρακτήρα, την ψυχή ή την υπόσταση μιας πόλης, με ένα έμμεσο τρόπο, γυρίζει σε συζήτηση για τη δική μας ψυχική κατάσταση. Η πόλη πέραν από εμάς τους ίδιους δεν έχει άλλο κέντρο»
Ορχάν Παμούκ
Ήθελα πάντα να επισκεφθώ την Πόλη. Kι η επιθυμία αυτή έγινε ακόμη πιο έντονη μετά τη συνάντησή μου με τις φωτογραφίες του Αρά Γκιουλέρ και τις εκμυστηρεύσεις του Ορχάν Παμούκ για τη μελαγχολική ατμόσφαιρα της Πόλης.
Πολλές φορές είχα προγραμματίσει το ταξίδι, όμως, κάθε φορά, κάτι συνέβαινε και αναβαλλόταν. Ώσπου, το περασμένο καλοκαίρι, μετά από μια αναπάντεχη κακοκαιρία στην προσωπική μου ζωή, κάτι μέσα μου με οδήγησε παρορμητικά προς τα νερά του Βοσπόρου. Επέλεξα να ταξιδέψω οδικώς, καθώς πίστευα ότι η συνεχής (μετα)κίνηση, η εναλλαγή των τοπίων και η σιωπή θα συντρόφευαν με τον καλύτερο τρόπο το νωπό ακόμη πένθος μου.
Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού φωτογράφιζα, απλά και μόνον γιατί ήταν το μόνο που με παρηγορούσε.
Μήνες μετά την επιστροφή μου στην Αθήνα, όταν έριξα ξανά το βλέμμα μου στις φωτογραφίες του ταξιδιού, είδα πως η Πόλη μου είχε δώσει την ευκαιρία να «ακουμπήσω» στα τοπία της, στα πρόσωπα των άγνωστων ανθρώπων, στους δρόμους και στα καλντερίμια της, στους νυχτερινούς φωτισμούς, στην ιδιόμορφη αρχιτεκτονική των παλαιών και σύγχρονων κτισμάτων το κάθε βήμα της μαιανδρικής και μπερδεμένης διαδρομής που είχε γράψει μέσα μου ο πόνος.
Η μελαγχολία της Πόλης στάθηκε παρηγορητική στη φάση που βρισκόμουν, καθώς ταίριαξε με την ατμόσφαιρα που ένιωθα μέσα μου. Οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις της, έτσι καθώς έψαχναν να βρουν την χαμένη τους ισορροπία, αγκάλιασαν λες και τα δικά μου ακραία, λόγω πένθους, συναισθηματικά καιρικά φαινόμενα, λειαίνοντας κάπως την τραχειά τους επιφάνεια. Κι έτσι, χωρίς να το καταλάβω, η οικειοποίηση που μου επέτρεψε το «πνεύμα» της Πόλης ενστάλαξε, δειλά-δειλά, μέσα μου, τη διάθεση για ζωή, εξορίζοντας, με ήρεμο και αθόρυβο τρόπο, το συναισθηματικό τοπίο που πριν όριζε η απώλεια.
Έτσι κάπως η Κωνσταντινούπολη έγινε η δική μου πόλη. Η ιστορία της συναντήθηκε με τη δική μου προσωπική ιστορία, βάζοντάς με να σκεφθώ πως, ίσως, η μεγαλύτερη ευεργεσία που μπορεί να προσφέρει η τέχνη να είναι αυτή η δυνατότητα που μας δίνει να αφηγηθούμε τη δική μας προσωπική ιστορία και να συμφιλιωθούμε με άγνωστα ή «απορριμμένα» κομμάτια του εαυτού μας, ακόμη κι όταν, επιφανειακά τουλάχιστον, καταπιανόμαστε με τις ιστορίες της ζωής των άλλων ή αποτυπώνουμε στα φωτογραφικά μας καρέ τα πράγματα του έξω κόσμου.
Ίσως, αν είχα επισκεφθεί την Πόλη σε μια διαφορετική προσωπική φάση, να αποτύπωνα άλλα πράγματα στα καρέ μου. Ίσως, πάλι, να έριχνα το βλέμμα μου και στα ίδια, από μιαν άλλη όμως οπτική γωνία, αφού στις φωτογραφίες αποτυπώνει κανείς τον κόσμο που έχει μέσα του κι αφού «η πόλη, η κάθε πόλη, πέραν από μας δεν έχει άλλο κέντρο».
Α. Κ.