Η συνάντησή μου με τους τόπους, μέσα από τα ταξίδια μου στον κόσμο, είναι έντονα χρωματισμένη από τη φωτογραφία. Γι αυτό και δεν γνωρίζω κατά πόσο οι φωτογραφίες μου από την Πράγα δείχνουν την Πράγα και άλλων ταξιδιωτών ή αποτυπώνουν την έντονη αίσθηση που είχα όταν βρέθηκα εκεί, μιας πόλης διανθισμένης από εικόνες που ξυπνούν τα κοιμισμένα όνειρα και τις λησμονημένες επιθυμίες των επισκεπτών της.
Κι ούτε μπορώ με σιγουριά να πω ότι η εξωστρέφεια που απέδωσα στην πόλη του Βερολίνου, καθώς η περιπλάνηση στο μεταμοντέρνο περιβάλλον του με βοήθησε να ανοίξω πολλά από τα κλειστά παράθυρα της ψυχής μου, έχει μέσα της κάποια δόση αντικειμενικής αλήθειας για αυτή την πόλη.
Εκείνο όμως που μπορώ με βεβαιότητα να πω είναι ότι οι τόποι γίνονται καθρέφτες που μας βοηθούν να κοιτάξουμε με μια καινούρια και πιο φρέσκια ματιά τον εαυτό μας.
Τα τελευταία χρόνια, τα ταξίδια μου βρέθηκαν συνδεδεμένα με εποχές πένθους, προσωπικής κρίσης, ανάγκης επαναπροσδιορισμού και αναδόμησης. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα διάλεξα τους προορισμούς μου, κυρίως πόλεις του εξωτερικού, με γνώμονα μια εσωτερική παρόρμηση.
Παράλληλα, και καθώς η ανάγνωση είναι το έτερον βάλσαμο μου σε περιόδους κρίσης, τα ταξίδια αυτά συνοδεύτηκαν από συγκεκριμένα βιβλία, τα περισσότερα απότα οποία δεν βγήκαν από την βιβλιοθήκη των αγαπημένων αλλά βρέθηκαν κάπως τυχαία μπροστά στα μάτια μου.
Έτσι συναντήθηκα το 2007 με το Βερολίνο, παρέα με το βιβλίο του Πονταλίς «Παράθυρα», κι έτσι το 2015, στην Πόλη, παρηγόρησα το πένθος μου για μια σημαντική απώλεια, συντροφιά με τον Ορχάν Παμούκ. Έτσι κάπως με βρήκε και το Πάσχα του 2017 να δραπετεύω στο αγαπημένο μου Παρίσι, χωρίς βιβλία αυτή τηφορά. Και το ίδιο καλοκαίρι βρέθηκα σ’ ένα μεγάλο οδικό οδοιπορικό που κατέληξε στη γνωριμία μου με την Πολωνία.
Οι φωτογραφίες από τα ταξίδια αυτά δρομολόγησαν κάποιες ατομικές εκθέσεις. Εκτός όμως από τη συνεισφορά τους στο φωτογραφικό μου έργο, με οδήγησαν και σε κάποιες σκέψεις που αφορούν στην «θεραπευτική» δράση της φωτογραφίας. Πώς δηλαδή η φωτογραφική πράξη μπορεί πολλές φορές να συνάδει με την ατμόσφαιρα που έχουμε ανάγκη, όπως ας πούμε σε περιόδους που πενθούμε τις απώλειές μας.
Κι έτσι συνειδητοποίησα ότι η σιωπή, η απορρόφηση στο τώρα, η παρατήρηση, η περισυλλογή, ο (ανα)στοχασμός, η συγκέντρωση της προσοχής που έχουν ανάγκη τα πένθη μας για να γιατρευτούν, αποτελούν σημαντικό μέρος του περιεχομένου της φωτογραφικής διαδικασίας δίνοντάς της έτσι την δυνατότητα να συμβάλλει σημαντικά στην ίασή μας. Από την άλλη πάλι, στον αντίποδα, η χαρά που φέρει μέσα της η δημιουργική διαδικασία μας βοηθά να επανασυνδεθούμε, με τρόπο αθόρυβο και σιωπηλό, με τη ζωή και τη ζωοποιό της δράση.
Όντας πλέον πολύ μακριά από την όποια αξιολόγηση του όποιου καλλιτεχνικού αποτελέσματος (με ποια κριτήρια άλλωστε;), νιώθω πως οι φωτογραφίες που τραβάμε σε τέτοιες εποχές της ζωής μας, εκτός από την παρηγοριά που μας προσφέρει η διαδικασία της λήψης τους, φέρουν μέσα τους κάτι από την ψυχή μας, κι έτσι μπορούν εκ των υστέρων να μας μιλήσουν για μας με ένα τρόπο πολύ ιδιαίτερο και σε μια γλώσσα πολύ δικιά μας, τη γλώσσα που μιλάει η ψυχή μας, φέρνοντας μας έτσι σε επαφή με την αλήθεια που υπάρχει μέσα μας και τα παραγνωρισμένα της κομμάτια.
Πόσες φορές δεν έτυχε να δούμε μέσα στις φωτογραφίες μας να αποτυπώνονται ασυνείδητα οι καρποί της εξέλιξής μας, των αλλαγών μας, τα σπέρματα της μελλοντικής μας αναγέννησης και των επικείμενων, ατιτλοφόρητων ακόμη, αναζητήσεών μας. Ίσως αυτό να συμβαίνει κι επειδή η στεναχώρια, άθελά μας, μάς υπαγορεύει σιωπή και αποτράβηγμα, παύση και περισυλλογή, στοιχεία απολύτως απαραίτητα για τη συνομιλία με τον μέσα μας κόσμο και τη συνάντηση με τον αληθινόμας εαυτό και την αυθεντική μας φύση.
Κι έτσι είναι που οι φωτογραφίες μας αποκτούν ψυχή δονώντας έτσι και τις ψυχές των θεατών τους.