«Η φωτογραφική τέχνη συνομιλεί με τον Ίρβιν Γιάλομ για το εφήμερο και την παροδικότητα»
Η φωτογραφική πράξη προσιδιάζει, με ένα δικό της ξεχωριστό τρόπο, στην αίσθηση του εφήμερου. Τα φωτογραφικά καρέ έχουν την διάρκεια της στιγμής.
Μέσα σ΄ αυτήν γεννιούνται, μέσα σ΄αυτήν κάνουν τον κύκλο της ζωής τους, μέσα σ΄ αυτήν πεθαίνουν. Με αυτόν τον τρόπο μας εξοικειώνουν κάπως με την παροδικότητα και το θάνατο, αν βέβαια μπορεί να δεχθεί κανείς ότι η οικειότητα μπορεί ποτέ να είναι συμβατή με την ανυπαρξία!
Ο φωτογράφος απαθανατίζει ανθρώπους, σκηνές, τοπία…
Και οι φωτογραφίες, σύμφωνα με τον ορισμό που έχουν δώσει γι αυτές πολλοί μεγάλοι φωτογράφοι δεν είναι άλλο παρά «μικροί θάνατοι των στιγμών του χρόνου».
Η συγγένεια αυτή του φωτογραφικού «κλικ» με το εφήμερο και το θάνατο ήταν που μου έδωσε την ιδέα να συνδέσω τη φωτογραφία με την υπαρξιακή σχολή ψυχοθεραπείας, και πιο συγκεκριμένα με τον Ίρβιν Γιάλομ, καθώς εκείνος είναι που τόνισε με ιδιαίτερη έμφαση ότι ο έντονος φόβος που οι άνθρωποι νιώθουμε απέναντι στην παροδικότητα και την θνητότητά μας είναι που μας εμποδίζει να γευτούμε στο ακέραιο τη χαρά της ζωής.
Η υπαρξιακή σχολή ψυχοθεραπείας, λοιπόν, επισημαίνει ότι η επίγνωση και ο φόβος του θανάτου είναι που κρύβονται τις περισσότερες φορές κάτω από τις συνήθειες που αναπτύσσουμε, τις συμπεριφορές, τον τρόπο ζωής που επιλέγουμε, τα προβλήματα και τις δυσλειτουργίες που αναδύονται συχνά στην επιφάνεια της ζωής μας.
Ακόμη και ο Φρόϋντ, όπως επισημαίνει ο Γιάλομ, παρότι είχε μια διαφορετική προσέγγιση στο θέμα του θανάτου από τους μεταγενέστερους ψυχοθεραπευτές, αναφέρεται σε ένα από τα δοκίμιά του στην παροδικότητα και την επίδραση που αυτή ασκεί στη ζωή μας.
«Μου είναι ακατανόητο γιατί η σκέψη της παροδικότητας της ομορφιάς μπορεί να παρεμποδίσει τη χαρά που νιώθουμε μπροστά της. Σε ότι αφορά την ομορφιά της Φύσης, που κάθε φορά την καταστρέφει ο χειμώνας, ξαναγυρίζει την επόμενη χρονιά, επομένως σε σχέση με το μήκος της ζωής μας μπορεί στην πραγματικότητα να θεωρηθεί αιώνια.
Ένα λουλούδι που ανθίζει μόνον για μια νύχτα, δεν μας φαίνεται γι αυτό λιγότερο όμορφο. Μπορεί πράγματι να έρθει μια μέρα που όλα θα γίνουν σκόνη, όμως αφού η αξία όλης αυτής της ομορφιάς και τελειότητας προσδιορίζεται μόνον από τη σημασία της για τη δική μας συναισθηματική ζωή, δεν χρειάζεται να ζήσει έπειτα από μας και επομένως δεν εξαρτάται από την απόλυτή της διάρκεια».
«Ο φόβος του θανάτου υπάρχει πάντα κάτω από την επιφάνεια. Μας κυνηγάει σε όλη μας τη ζωή κι εμείς χτίζουμε άμυνες –πολλές από αυτές βασίζονται στην άρνηση- για να μπορέσουμε να χειριστούμε την επίγνωση του θανάτου. Από όταν είμαστε παιδιά μας απασχολούσε ο θάνατος κι ένας από τους μείζονες αναπτυξιακούς μας στόχους ήταν να αντιμετωπίσουμε το φόβο της ανυπαρξίας. Είναι λοιπόν εύλογο το ότι το θέμα του θανάτου επισκέπτεται κάθε ψυχοθεραπεία καθώς η ψυχοθεραπεία είναι μια βαθιά και περιεκτική εξερεύνηση της πορείας και του νοήματος ζωής ενός ανθρώπου. Γι αυτό εξάλλου και όλοι οι μεγάλοι στοχαστές κατέληξαν στο συμπέρασμα πώς για να μάθεις να ζεις καλά πρέπει να μάθεις να πεθαίνεις καλά», γράφει ο Γιάλομ στο βιβλίο του «Το δώρο της ψυχοθεραπείας».
Η φωτογραφική τέχνη, από την άλλη, συνδέθηκε από τη γέννησή της ακόμη με το θάνατο.
Ο Ρολάν Μπάρτ στο βιβλίο του «Ο φωτεινός θάλαμος» γράφει ότι η φωτογραφία ιστορικά πρέπει να έχει κάποια σχέση με την αναθεώρηση του θανάτου κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (αιώνα ανακάλυψης της φωτογραφίας) καθώς μέσω του κινήματος του Ρομαντισμού, ο θάνατος αγνοείται ή μάλλον είναι ζητούμενο όχι ως θάνατος αλλά ως ακραία έκφραση της ζωής : ζω αγνοώντας τον θάνατο, “vivere pericolosamente”. Δεν είναι τυχαίο που ο τουρισμός, η περιήγηση, δηλαδή το πέραν των ορίων αρχίζει εκείνη την εποχή.
Ο Μπάρτ πιστεύει ότι «ο θάνατος σε μια κοινωνία πρέπει να βρίσκεται κάπου. Αν δεν είναι πια ή είναι λιγότερο μέσα στη θρησκεία, θα πρέπει να είναι αλλού. Ίσως μέσα στη Φωτογραφία που παρουσιάζει το θάνατο θέλοντας να διαφυλάξει τη ζωή! Κι η Φωτογραφία, όντας συγκαιρινή της υποχώρησης των θρησκευτικών τελετών, αντιστοιχεί ίσως στην παρείσφρηση, μέσα στη σύγχρονη κοινωνία μας, ενός α-συμβολικού θανάτου εκτός θρησκείας, εκτός τελετουργικών, κάτι σαν απότομη βουτιά μέσα στον κυριολεκτικό θάνατο. Με τη φωτογραφία μπαίνουμε στον «πεζό θάνατο», λες και η φρίκη του θανάτου δεν είναι ακριβώς η πεζότητά του!».
Κι έτσι ο Μπάρτ συναντιέται με τον Γιάλομ που παροτρύνει τους ψυχοθεραπευτές να μιλούν για το θάνατο (σε αντίθεση με την προσέγγιση που προτείνει για τα άλλα υπαρξιακά ζητήματα) με τρόπο ευθύ και άμεσο.
Φθάνοντας στο σήμερα ίσως μπορούμε να υποθέσουμε ότι η «μανία» που έχουμε αναπτύξει στις μέρες μας με τη φωτογραφία και γενικότερα την εικόνα είναι προϊόν του έντονου άγχους που μας διακατέχει απέναντι στον αφανισμό και τον θάνατο καθώς, όπως γράφει και ο Φώτης Καγγελάρης στο βιβλίο του “Homo Photographicus”,
«υπάρχει ένα ημιτελές πένθος μέσα στον σημερινό άνθρωπο, γιατί καμιά πραγματικότητα δεν του υπόσχεται αυτό που θα ήθελε να είναι.
Σαν ο καθρέφτης της πραγματικότητας εντός της οποίας θα αναζητούσε την ιδανική εικόνα του εαυτού του να έχει θρυμματιστεί δια παντός.
Έτσι φωτογραφίζει…
Φτιάχνει τη δική του πραγματικότητα.
Παντού εικόνες να αποκλείσουν, να φτιάξουν ένα φράγμα για τον αποκλεισμό της «πραγματικής» πραγματικότητας.
Μια πραγματικότητα από εικόνες για να μην βλέπουμε, μια πραγματικότητα από εικόνες όχι για να θυμόμαστε αλλά για να ξεχνάμε.
Μια εικονική πραγματικότητα».
Ίσως αυτή η μανία να μπορεί να συνδεθεί με το ότι οι άνθρωποι αισθανόμαστε συχνά ξεκρέμαστοι καθώς καταρρέουν όλα όσα είχαμε χτίσει ή πιστέψει τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Ίσως πίσω από αυτή τη μανία μας για την εικόνα να κρύβεται και η απεγνωσμένη μας απόπειρα να πιαστούμε από κάτι για να μην μας παρασύρει η δίνη της κατάρρευσης που μαστίζει τις συλλογικές μας μέρες. Κατάρρευσης ηθικής, υλικής, πνευματικής.
Ίσως επίσης, μέσα από τη συνεχή φωτογράφηση του εαυτού μας, των εκδηλώσεων της ζωής μας και του γύρω μας κόσμου να προσπαθούμε ασυνείδητα να αναπληρώσουμε το κενό και το βάρος της «αβίωτης ζωής» μας που συχνά βρίσκεται θαμμένη κάτω από τον έντονο φόβο για τον επικείμενο θάνατό μας.
Ο Tisseron υπογραμμίζει ότι η φωτογραφία είναι το σημείο όπου οι φωτογραφιζόμενοι ανήκουν κάπου, που δηλώνει «ότι υπάρχουν». Συμβολικά εκτός φωτογραφίας, σημαίνει εκτός ομάδας.
Η προσωπική φωτογραφία μοιάζει να είναι, λοιπόν, θέση μέσα στον κόσμο, μέσα στη ζωή, τοποθέτηση, αναγνώριση της ύπαρξης ως παρουσίας. Υπάρχω-υπήρξα. Προσπαθούμε έτσι να τακτοποιήσουμε τον εξωτερικό κόσμο στη βάση της εσωτερικής εικόνας που έχουμε για μας.
Εγώ δεν είμαι η φωτογραφία. Η φωτογραφία είναι εγώ.
Μέσω της φωτογραφίας μοιάζει σαν να έχουμε την αίσθηση ότι κηδεμονεύουμε την πραγματικότητα, τόσο τη εξωτερική όσο και την εσωτερική (ο Κάφκα έλεγε ότι φωτογραφίζουμε πράγματα για να τα διώξουμε από το μυαλό μας), ότι υπάρχει έλεγχος των φαντασιώσεων και του φόβου. Τακτοποιούμε δηλαδή τον εξωτερικό κόσμο στη βάση της εσωτερικής εικόνας που έχουμε για εμάς και τον κόσμο. Έτσι έχουμε την εντύπωση ότι ο κόσμος χωράει μέσα στο κεφάλι μας. «Συλλέγοντας φωτογραφίες», λέει η Σόνταγκ «συλλέγουμε τον κόσμο».
Από την άλλη μεριά, η ζωή μας όλη είναι μια εκπαίδευση στους αποχαιρετισμούς, στην απώλεια, την ίδια στιγμή που ο άνθρωπος ζητά το ανέφικτο : να είναι ολόκληρος. Και βέβαια να μην πεθάνει. Ο άνθρωπος βγάζει φωτογραφίες γιατί μονίμως βρίσκεται σε υπαρξιακή κατάθλιψη. Προσπαθεί να υποκαταστήσει την απώλεια του «πράγματος» (τον παράδεισο των παιδικών του χρόνων, την απώλεια των μη πραγματοποιημένων επιθυμιών του, τον επικείμενο θάνατό του) με το υποκατάστατο που είναι η εικόνα. Ο άνθρωπος βγάζει άπειρες φωτογραφίες για να κλειστεί στην ψευδαίσθηση ότι δεν έχει χάσει, ότι δεν θα χάσει τίποτα, ο κόσμος είναι εδώ, τον ελέγχω, τον παράγω, τον γεννάω. Πώς να μιλήσει για απώλεια όταν έχει τον κόσμο μπροστά του, όταν ως θεός δημιουργεί έναν αθάνατο κόσμο;
Μια άλλη προσέγγιση της σημερινής μας λατρείας για τη φωτογραφία είναι ότι ίσως να προσπαθούμε, μέσω της φωτογραφικής εικόνας, να δούμε την «άλλη πλευρά των πραγμάτων», ζωντανεύοντας έτσι ένα από τα πιο παλιά όνειρα του ανθρώπου, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Φ. Καγκελάρης,
«Τα πιο παλιά όνειρα του ανθρώπου είναι να μπορεί να γίνεται αόρατος, να πετάξει, να μαντεύει, να βλέπει πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων, πίσω από τον ορίζοντα, πίσω από τον καθρέφτη. Γι αυτό και πάντοτε υπήρξαν στην ιστορία της τέχνης απόπειρες να αναδειχθεί η άλλη πλευρά των πραγμάτων.
Στο χώρο της φωτογραφίας, αν θέταμε το ερώτημα εάν το επιδιωκόμενο του να μπορέσουμε να δούμε την «άλλη» πλευρά των πραγμάτων ισχύει και για τις απλές φωτογραφίες (οικογενειακές, ταξιδιωτικές…), η απάντηση είναι ναι καθώς σε μια οικογενειακή φωτογραφία το ζητούμενο δεν είναι οι εικόνες των προσώπων αλλά να φανεί ότι είναι παρόντες, ότι είναι χαμογελαστοί, ότι συγκροτούν ένα ενιαίο σώμα ενάντια στη φθορά, την απώλεια και τον θάνατο. Δηλαδή αυτό που δεν είναι.
Ένα ηλιοβασίλεμα είναι ο προσδιορισμός του ορίου μεταξύ της ζωής και του θανάτου, δύο μαθηματικά σύνολα που τέμνονται σε ένα υποσύνολο, αυτό που δεν είναι ούτε μέρα ούτε νύχτα, αλλά συλλαμβάνει με ακραίο τρόπο την μετέωρη στιγμή όπου ο άνθρωπος είναι φως και σκοτάδι.
Κι όσο για την ταξιδιωτική, δεν είναι τόσο το να πάρω κάτι από τον τόπο, τις εικόνες του, αλλά να αφήσω κάτι από εμένα, το βλέμμα μου, το οποίο θα εξακολουθεί να υπάρχει στον τόπο αυτό ακόμη κι όταν εγώ θα έχω φύγει από τον τόπο αυτό, από τη γη, από τη ζωή».
Ο ρόλος της φωτογραφίας είναι να σταματήσει τη στιγμή, να ακινητοποιήσει τον χρόνο, να μην πεθάνει ο άνθρωπος. Να παγώσει λοιπόν τον ρυθμό του κόσμου, να μην χωρίσουμε με εμάς, με την εικόνα του εαυτού μας όπως είναι τώρα.
Η φωτογραφία είναι ενάντια στο πένθος ως το αντικείμενο να είναι διαρκώς παρόν (φωτογραφία στους τοίχους, στους τάφους, στο κινητό).
Αλλά επίσης η απώλεια σε σχέση με τη φωτογραφία έχει δύο συνέπειες : λύπη και χαρά. Λύπη γιατί χάθηκε κάτι, χαρά γιατί αυτό που χάθηκε είναι πια μέσα στη φωτογραφία χωρίς να μπορεί να αλλάξει, άρα δεν μπορεί να εναντιωθεί στις σκέψεις που κάνουμε γι αυτό.
Βγάζουμε λοιπόν φωτογραφίες. Όμως εδώ συμβαίνει κάτι παράξενο, κάτι αντιφατικό. Όταν φωτογραφίζουμε συμβαίνει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο. Ενώ τείνουμε να διατηρήσουμε τη ζωή, ωστόσο, νεκρώνουμε το χρόνο, τη σκηνή, τη ζωή. Της αφαιρούμε τον ρυθμό, την εξάγουμε από την πραγματικότητα (την ροή). «Φωτογραφία είναι η ζωντανή εικόνα ενός νεκρού πράγματος» λέει ο Μπαρτ.
Από την άλλη πλευρά όμως φαίνεται πως κάποια πράγματα που δηλώνει η σημερινή υπερκατανάλωση της φωτογραφικής εικόνας δεν είναι μόνον φαινόμενα της δικής μας εποχής αλλά είναι ζητήματα εγγενώς εγγεγραμμένα μέσα στην ανθρώπινη φύση που απλά εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε εποχή.
Όπως αναφέρει ο Γιάλομ στο βιβλίο του «Το δώρο της ψυχοθεραπείας»,
«Εμείς οι άνθρωποι φαίνεται πως είμαστε πλασμένοι να αναζητούμε τη σημασία, ενώ έχουμε την ατυχία να είμαστε ριγμένοι μέσα σε έναν κόσμο κενό από εγγενές νόημα. Μια από τις κυριότερες ασχολίες μας είναι να εφεύρουμε ένα νόημα αρκετά στιβαρό, ώστε να στηρίξει μια ζωή, και να εκτελέσουμε τον περίπλοκο χειρισμό να αρνηθούμε πως αυτό το νόημα είναι προσωπικό μας δημιούργημα. Έτσι καταφέρνουμε να συμπεράνουμε πως το μήνυμα βρισκόταν «κάπου εκεί έξω» και μας περίμενε»,.
Ο Heidegger πάλι, τις ρήσεις του οποίου ο Γιάλομ χρησιμοποιεί συχνά σαν σημείο αναφοράς, λέει σχετικά με την αγωνία του ανθρώπου να δώσει νόημα : «Σκεφτόμαστε γιατί είμαστε από παντού εκπατρισμένοι, σε κανέναν τόπο δεν αισθανόμαστε σπίτι μας, παρά μόνον όταν είμαστε καθ΄οδόν. Είμαστε ξένοι στη γη και γι αυτό έχουμε ανάγκη να κατοικούμε σκεπτόμενοι. Ο άνθρωπος ανακάλυψε την πατρίδα –την πραγματικότητα- όταν κατάλαβε ότι αυτό που ονειρεύεται και νοσταλγεί, θα του διαφεύγει».
«ΑΠΑΘΑΝΑΤΙΖΩ» – ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ;
Ακολουθώντας τον Ίρβιν Γιάλομ στο βιβλίο του «Στον κήπο του Επίκουρου» θα μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις για το πώς η φωτογραφία θα μπορούσε εν δυνάμει να γίνει ένα μέσο παρηγορίας γι αυτόν τον έντονο φόβο που έχουμε όλοι μας μπροστά στο θάνατο, εκμεταλλευόμενη την συνάφεια που έχει με το εφήμερο, έτσι όπως την σχολιάσαμε στην αρχή αυτής της εργασίας.
Η φωτογραφική διαδικασία λοιπόν, ειδωμένη με έναν άλλον τρόπο, ίσως μπορεί να μας βοηθήσει στην αναζήτηση του νοήματος, καθώς, όντας μια ενασχόληση έντονα συνυφασμένη με την καθημερινή μας πραγματικότητα, μπορεί να μας ανοίξει δρόμο για να υπερβούμε το βλέμμα της συνήθειας που συχνά μπολιάζει με μια αίσθηση ματαιότητας τη ζωή μας, αφού μας κρατά μακριά από τις συγκινήσεις που βρίσκονται συχνά κρυμμένες κάτω από τα πιο κοινότοπα βιώματά μας.
Η φωτογραφική πρακτική μπορεί επίσης να μας βοηθήσει να κρατήσουμε την εστίασή μας στο εδώ και τώρα, να μας υπενθυμίσει να βάζουμε πιο συχνά το παιχνίδι στη ζωή μας, να μας βοηθήσει να χτίζουμε γέφυρες στις αντιθέσεις και στις αντιφάσεις μας, να μας εξοικειώσει με την διαφορετικότητα του ξένου και του ανοίκειου, να μας βοηθήσει στην αναγνώριση και την αποδοχή της Σκιάς μας, συντελεστές που αν τους αφήσουμε να περάσουν το κατώφλι της συνειδητότητάς μας, μπορούν να ντύσουν με νόημα την υπαρξιακή μας ένδεια.
Αν αποκτήσουμε συνείδηση ότι πολλοί από μας φωτογραφίζουμε τον εαυτό μας και τις εκδηλώσεις της ζωής μας μόνον και μόνον για να βρούμε (και να δείξουμε και στους άλλους) αποδείξεις για το ότι υπάρχουμε, τότε μπορούμε, ρίχνοντας ένα διαφορετικό βλέμμα πάνω σε αυτές τις φωτογραφίες, να αντικρίσουμε μέσα τους, τους φόβους, τις ανασφάλειες, τον πόνο μας, χρησιμοποιώντας έτσι τη φωτογραφία με θεραπευτικό τρόπο.
Αν καταφέρουμε να δούμε τα «αυτοπορτραίτα»μας (τις σέλφις) σαν ένα μέσο που μπορεί να μας βοηθήσει να συνομιλήσουμε με τον εαυτό μας και να σχετιστούμε μαζί του, εμβαθύνοντας τη σχέση μας, τότε η φωτογραφία θα καταφέρει να λειτουργήσει επίσης με έναν θεραπευτικό τρόπο.
Αν πάλι μέσα στις φωτογραφίες που τραβάμε βάλουμε λίγο περισσότερο την πρόθεση να υπηρετήσουμε με αυτές την τέχνη της φωτογραφίας (και όχι να καταναλώσουμε εικόνες), τότε μας δίνεται η ευκαιρία να δημιουργήσουμε τους δικούς μας «κυματισμούς» (Γιάλομ) στο περιβάλλον, που θα μας βοηθήσουν με τη σειρά τους να αντιμετωπίσουμε το φόβο μας για το θάνατο και το βάρος της αβίωτης ζωής μας.
Αν από την άλλη, αποφασίσουμε να γίνουμε ενεργητικοί θεατές, και επιλέξουμε να σταθούμε με σεβασμό και στοχασμό μπροστά στις εικόνες (αντί να τις καταβρογχίσουμε), καλλιεργώντας μέσα μας τη συνείδηση ότι «ο θάνατος» που απεικονίζουν είναι εγγενές στοιχείο της ζωής που η ενσωμάτωση (και όχι η αποφυγή) του θα της δώσει νόημα, τότε σίγουρα παρέχουμε στη φωτογραφία τη δυνατότητα να μεταμορφωθεί σε θεραπευτική τέχνη.
Αν τέλος, κάθε φορά που σηκώνουμε το κινητό ή τη μηχανή μας για να (μας) αποτυπώσουμε (σ)τις διάφορες εκδηλώσεις της ζωής μας, σταθούμε για λίγο και ρωτήσουμε τον εαυτό μας γιατί νιώθουμε την ανάγκη του «απαθανατισμού» αντί να βρισκόμαστε εκεί ολόκληροι, χωρίς καμιά απόσπαση, αφήνοντας τις αισθήσεις μας να γευτούν ως το μεδούλι την κάθε στιγμή, τότε νομίζω θα έχουμε δώσει την ευκαιρία στην αγαπημένη μας φωτογραφική τέχνη να γίνει ένα σπουδαίο θεραπευτικό εργαλείο.
Βιβλιογραφία
1. Irvin D. Yalom «Στον κήπο του Επίκουρου», εκδόσεις Άγρα, 2008
2. Irvin D. Yalom «Το δώρο της ψυχοθεραπείας», εκδόσεις Άγρα, 2004
3. Irvin D. Yalom «Θρησκεία και Ψυχανάλυση», εκδόσεις Άγρα, 2003
4. Ρολάν Μπαρτ «Ο φωτεινός θάλαμος», εκδόσεις Ράππα, 1983
5. Πλάτων Ριβέλλης «Μονόλογος για τη φωτογραφία», εκδόσεις Φωτοχώρος, 1983
6. Φώτης Καγγελάρης «Homo Photographicus –Ψυχαναλυτικές και Φιλοσοφικές Διαστάσεις της Εικόνας», εκδόσεις Ροπή, 2016
7. John Berger «Η εικόνα και το βλέμμα», εκδόσεις Οδυσσέας, 1980